ἔροτις

ἔροτις
ἔροτις
Grammatical information: f.
Meaning: `feast' (Aeol. acc. to H, Cypr. acc. to Eust.) epigr. of king Nikokreon (Kaibel, Epigr. gr 846; perh. Chalcedon (SIG 1009); E. El. 625; ἐροτή P.Oxy. 2084; on the use Bechtel Dial. 1, 119 und 447.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps to ἔρανος and ἑορτή, s. vv.
Page in Frisk: 1,565

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έροτις — ἔροτις, ἡ (Α) εορτή, πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος* και εορτή*] …   Dictionary of Greek

  • ἔροτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔροτιν — ἔροτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-11, u̯erǝ- —     u̯er 11, u̯erǝ     English meaning: friendship; trustworthy, true     Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)”     Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”